- απειρέσιος
- ἀπειρέσιος, -α, -ον κ. απερείσιος, -α, -ον (Α)1. απεριόριστος, απέραντος2. αναρίθμητος, πολύς3. ανείπωτος, εξαίρετος.[ΕΤΥΜΟΛ. Και οι δύο τ. χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν μετρικές ανάγκες, ανάλογα με τη θέση της λ. στον στίχο. Ο παράλληλος τ. απείριτος απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο ως επίθ. της λ. πόντος, ενώ στη μεταγενέστερη ποιητική γλώσσα χαρακτηρίζει και άλλους όρους. Ο τ. απειρέσιος πιθ. από το αμάρτυρο ρηματ. επίθ. του πείρω *α -πέρ -ετος παρεκτεταμένο με το επίθημα -ιος ή από το *απείρετος < πείραρ «τέρμα». Η υπόθεση ότι ο τ. απείριτος προέρχεται από τ. α -περι -ιτος, όπου *ιτος ρηματ. επίθ. του είμι (πρβλ. αμάξιτος), δεν ικανοποιεί].
Dictionary of Greek. 2013.